- οδονομία
- ηφροντίδα που λαμβάνεται για την καθαριότητα τών δρόμων και τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + -νομία (< -νόμος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek